έτι Κουρήτεσσι μετετρέφετε Ιδαίοισιν Ρείην εξαπαφών παραλέξατο...
Mon φούσξ. Πολύ ύδωρ στον απύθμενο σωλήνα μου. Ουροδόχος κύστις, σου λέγει. Οποία υπέροχη εφεύρεσις το κατούρημα. Στέκομαι αρχόντισσα επάνω από τη λευκάνη, στητή ωσάν στειλιάρι, ολόρθη ωσάν το κυπαρίσσι ίνα θωρώ αφ’ υψηλού την τρύπα την ατρόμητη, όπου θυμίζει του Μούνκιου την κραυγή, πανέτοιμη ίνα δεχθεί το ζεστό χρυσό μου κάτουρο. Αααα… Οποία ανακούφησις!
Ρέει ωσάν τον παραφουσκωμένο από τα χειμωνιάτικα χιόνια, ποταμό έτοιμο να λούσει και να κατακλύσει το παγωμένο μάρμαρο. Δοκιμάζω τον αυτισμό μου. Τηλέμαχος, Πρωτέας… όχι, λαθεμένη σειρά πραγμάτων… Τηλέμαχος, Νέστορας, Πρωτέας, Καλυψώ, Λωτοφάγοι, Άδης… Ο Εύμαιος θα έρθει αργότερα, νομίζω. Καταπιώνας ου γαρ εκπιού. Σκεβρωμένος ανάπλαθες την ιδιάζουσα φύση σου, κυρτωμένος κούρος βολόδερνες πίσω από το μετρό, εκεί δα στον πεζόδρομο, φυγόδικος μέσω του αγιαζιού, περιστρεφόμενος υπό του Ίφιου και της πανέμορφης Αναξαρέτης, κλαίοντας κλαιόμενης κλαιομένης φωτόφυτος, σέλωσες τον σημαντήρα αφρισμένον από τα εντόσθια ενός μονόκερου πληγωμένου από τη μοναξιά που επιφέρει η ποσότητα χλωρίου στο έλος.
Κατάκοιτοι διαβάτες, συλλάβετε τούτον τον αλιεμένο βάρδο!
Ήταν όλοι τους ποδιά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου