Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2007

JAMES AUGUSTINE JOYCE (1882-1941)



Κανένας συγγραφέας, από τους παλαιότερους έως τους νεότερους, σε ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας, δεν συμπύκνωσε και δεν συγκέντρωσε, με τόση επιμονή, πείσμα, διαύγεια και ευαισθησία τις πιο προσωπικές, πολύμορφες και διαπροσωπικές πράξεις της ζωής του στο έργο του.

Και κανένας δεν τόλμησε να αποκαλύψει, να αναλύσει και να διαλύσει τις πιο μύχιες σκέψεις ή πράξεις της ζωής του για να αναπλάσει το έργο του, να το διαλύσει κι αυτό, για να αποδείξει πρώτα στον εαυτό του, τη σημασία της πραγματικότητας και του πραγματικού, του δημιουργού και του δημιουργήματος, την ανατροπή του χρόνου και του κόσμου, σε πραγματικό, σε φανταστικό και κυρίως σε κόσμο παρόντα.

Το έργο του όμως δεν είναι καθόλου η ανάπλαση ή η ανοικοδόμηση της ζωής. Το έργο του είναι η ζωή η ίδια: πάλλουσα, εφευρετική, ανήλεη, προδοτική άσχημη ως την αηδία ή χωρατατζίδικη και κραυγαλέα, αντιφατική ή εναλλασσόμενη ή και τα αντίθετά της, ή μόνο απάνθρωπη. Είναι όλα αυτά και πιο πολύ η αναποδογυρισμένη εικόνα της, διαστρεβλωμένη, δύσκολα αναγνωρίσιμη, από την Αναπόφευκτη Τροποποιητικότητα Του Ορατού (The Inevitable Modality Of The Visible). Και αυτή την αναπόφευκτη τροποποιητικότητα δεν πρέπει να την ξεχνάμε, όταν προσεγγίζουμε το έργο του James Joyce. Αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά κλειδιά της γραφής του και σημαίνει: η όποια πραγματικότητα, όπως και αν παρουσιάζεται, όπως και αν απεικονίζεται μια ανεπαίσθητη, μια ελάχιστη μετακίνηση δική μας, μια αλλαγή της οπτικής μας γωνίας, ένα στρίψιμο του ματιού, ένα βλεφάρισμα και το παν αλλοιώνεται και το σύμπαν μεταμορφώνεται...


Ο προμηθεϊκός αυτός συγγραφέας, στην προσπάθεια του να ξεπεράσει την άμεση πραγματικότητα με σισύφεια υπομονή, μας αποκαλύπτει το κρυπτόν του λόγου, τη σκοτεινή πλευρά του ορατού, το άλεκτο της ιστορίας, τα υπόγεια ρεύματα του εγώ και των όντων που το περιβάλλουν... Στον Joyce αυτή είναι η επανάσταση στη γραφή του, στην πιο απόλυτη μορφή του όρου κι εδώ ακουμπάει και δίκαια την ποίηση. Κι εδώ συντροφεύεται από τους Dante και Shakespeare. Γιατί ο Joyce είναι ποιητής και για τα δυο σημαντικότερα έργα του πήρε παγκόσμια ποιητικά πρότυπα. Την Οδύσσεια για τον Ulusses και την Μπαλάντα για τον Φίνεγκαν για το Finnegans Wake... Ο James Joyce ήταν πολύ υπερήφανος που κατόρθωσε να γράψει τα δεκαοκτώ επεισόδια του Ulusses, σε δεκαοκτώ διαφορετικές γλώσσες και ανάλογες φιλοσοφικές θέσεις. Η γνωστή εξίσωση των στρουχτουραλιστών: γλώσσα=πρόσωπο+πράγμα, κατορθώθηκε στον Οδυσσέα. Η ίδια εξίσωση στη μέγιστη υπερβολή πραγματοποιήθηκε στο Finnegans Wake.


Καλώς όρισες Ζωή, φεύγω για χιλιάδες ταξίδια, αναζητώντας τη γνώση. Φεύγω ν' ακονίσω στο αμόνι της ψυχής μου την άπλαστη συνείδηση του λαού μου.

Τί παραπάνω θα έλεγε ο Γκίνσμπεργκ και ο Κόρσο και όλη η γενιά των μπητνικς; Τη φράση την έγραψε ο James Joyce την άνοιξη του 1904, συγγράφοντας εκείνο που θα γινόταν αργότερα το εκπληκτικό: Πορτραίτο του Καλλιτέχνη.

Ω, ευεργέτρια, όλη η αβρότητα του έρωτα βρίσκεται σ' αυτές τις λέξεις. Αιφνιδιάζεις ανώνυμη μάγισσα και γιατρεύεις την οδύνη του άντρα, που ξεσκίζει τον εαυτό του. Αγγελοδότρα των ευγενών ρευμάτων της ζωής που εσύ κατανάλωσες: Κυρά της τέχνης, ο ασκητισμός και η ειρωνία του διανοητή, ένας τρόπος να θεραπεύει την πληγωμένη υπεροψία του...


sad and weary I go back to you, my cold father, my cold mad father, my cold mad feary father, till the near sight of the mere size of him, the moyles and moyles of it, moananoaning, makes me seasilt saltsick and I rush, my only, into your arms. I see them rising! Save me from those therrble prongs! Two more. Onetwo moremens more. So. Avelaval. My leaves have drifted from me. All. But one clings still. I'll bear it on me.

Finnegans Wake


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΕΛΙΔΑ ΜΟΛΛΥ ΜΠΛΟΥΜ-ΠΗΝΕΛΟΠΗ


Αχ ναι τους ξέρω καλά ποιός ήταν ο πρώτος στο σύμπαν πριν να υπάρξει κάποιος που το έφτιαξε όλο αυτό ποιός ποιός αχ αυτό δεν το ξέρουν ούτε κι εγώ έτσι λοιπόν ας δοκιμάσουν να σταματήσουν τον ήλιο να ανατείλει αύριο ο ήλιος λάμπει για σένα είπε την ημέρα που ήμαστε ξαπλωμένοι ανάμεσα στα ροδόδεντρα στο Χάουθ με το κεφάλι στο γκρίζο μάλλινο κοστούμι του και το ψάθινο καπέλο του την ημέρα που τον έσπρωξα να με ζητήσει σε γάμο ναι πρώτα του έδωσα το κομμάτι από το κέικ με ηλιόσπορους μέσα από το στόμα μου και ήταν δίσεχτος χρόνος όπως τώρα ναι δεκαέξι χρόνια Θεέ μου ύστερα από το μακρύ φιλί κόντεψα να χάσω την αναπνοή μου ναι είπε πως ήμουν ένα άνθος των βουνών ναι έτσι ήμαστε όλες άνθη το κορμί της γυναίκας ναι αυτό ήταν ένα αληθινό πράγμα που είπε στην ζωή του κι ο ήλιος λάμπει για σένα σήμερα ναι γι' αυτό τον συμπάθησα γιατί είδα ότι καταλάβαινε και αισθανόταν τί είναι η γυναίκα κι ήξερα πως θα μπορούσα πάντα να τον καταφέρω και του έδωσα όλη την ευχαρίστηση που μπορούσα φέρνοντάς τον στα νερά μου μέχρι που μου ζήτησε να πω ναι και στην αρχή δεν απάντησα μόνο κοίταξα πέρα πάνω από τη θάλασσα και τον ουρανό σκεφτόμουνα τόσα πολλά πράγματα που εκείνος δεν ήξερε για τον Μάλβευ και τον κ.Στάνχοπ και την Έστερ και τον πατέρα και το γέρο λοχαγό Γκροβ και τους ναύτες που παίζανε πετάει πετάει το πουλί και τις καβάλες και το πλύνε τα πιάτα όπως το λέγανε στο μώλο κι ο φρουρός μπροστά από το σπίτι του κυβερνήτη με το πράμα γύρω από το άσπρο του κράνος φτωχοδιάβολος να σιγοψήνεται στον ήλιο και τα σπανιόλικα κορίτσια να γελάνε μέσα στις μαντίλες τους και τα ψηλά τους χτένια και οι δημοπρασίες το πρωί οι Έλληνες και οι Εβραίοι και οι Άραβες κι ο διάολος ξέρει από που αλλού απ' όλα τα πέρατα της Ευρώπης κι η οδός Ντιούκ και η ορνιθαγορά κακαρίζοντας έξω από το Λάρμπυ Σάρονς και τα καημένα τα γαϊδούρια να γλιστράνε μισοκοιμισμένα και οι αινιγματικοί τύποι μέσα στις κελεμπίες τους να κοιμούνται στη σκιά πάνω στα σκαλοπάτια κι οι μεγάλοι τροχοί των βοιδάμαξων και το παλιό κάστρο χιλιάδες χρόνια γέρικο ναι κι αυτοί οι όμορφοι Μαυριτανοί όλοι ντυμένοι στα λευκά και τα τουρμπάνια τους σαν βασιλιάδες να σου ζητάνε να κάτσεις στα μικρά μαγαζιά τους και η Ρόντα με τα παλιά παράθυρα των ποσάντας μάτια που ρίχναν βλέμματα πίσω από τις σιδερένιες γρίλιες στον εραστή της για να φιλήσει το σίδερο κι οι ταβέρνες μισάνοιχτες τη νύχτα κι οι καστανιέτες τη βραδιά που χάσαμε το καράβι στο Αλγκεσίρας ο φύλακας να κάνει τις βόλτες του ατάραχος με τη λάμπα του και Ω αυτός ο φοβερός χείμαρρος που κατεβαίνει Ω η θάλασσα η θάλασσα κατακόκκινη μερικές φορές σαν την φωτιά και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα και οι συκιές στους κήπους στης Αλαμέδας ναι και όλα τα παράξενα δρομάκια και τα τριανταφυλλιά και τα γαλάζια και τα κίτρινα σπιτάκια και οι κήποι με τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά και τα γεράνια και τους κάκτους και το Γιβραλτάρ ένα κορίτσι που ήμουνα τότε ένα Άνθος των βουνών ναι όταν έβαλα το τριαντάφυλλο στα μαλλιά μου όπως συνηθίζαν τα κορίτσια της Ανδαλουσίας ή θα φορέσω ένα κόκκινο ναι πως με φίλησε κάτω από το Μαυριτάνικο κάστρο και σκέφτηκα λοιπόν αυτός ή όποιος άλλος το ίδιο κάνει κι ύστερα τον κάρφωσα με τα μάτια μου για να μου κάνει πάλι την πρόταση ναι κι ύστερα μου ζήτησε αν θα ήθελα ναι να πω ναι το άνθος μου των βουνών και στην αρχή τον αγκάλιασα ναι και τον τράβηξα κάτω πάνω μου έτσι που μπορούσε να νιώσει τα στήθη μου όλο άρωμα ναι κι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει και ναι είπα ναι θέλω Ναι.


Η «παχουλή κι ηδονικά γεμάτη» λογοδιάρροια της Μόλλυ Μπλουμ (Οδυσσέας) ή η «έξαλλη ευδαιμονία» της Αννας Λίβια μετά τη σεξουαλική επαφή (Finnegans Wake) οδήγησε μερικές γυναίκες κριτικούς στο συμπέρασμα ότι ο Τζόυς περιφρονούσε τις γυναίκες (Μέριλυν Φρεντς) ή - στην καλύτερη περίπτωση - ότι «συμμετείχε και αυτός στην αφελή λατρεία της πρωτόγονης γυναίκας» (Κέιτ Μίλετ). Η άποψη του Τζόυς για τις γυναίκες είναι πολυδιάστατη (και διαμετρικά αντίθετη με αυτήν του Λώρενς, με τον οποίον τον συγκρίνουν). Οι γυναίκες είναι θύματα της σκληρότητας των ανδρών (Α Painful Case) αλλά και απόλυτα κυρίαρχες στον δικό τους κόσμο (Οι Νεκροί). Είναι εξιδανικευμένες υπάρξεις (Πορτρέτο του Καλλιτέχνη) αλλά και πειρασμοί και μάγισσες, «μαστόρισσες της πονηριάς και της γητειάς» (Οδυσσέας). Μπορεί η Μόλλυ να περιγράφεται ως άσεμνη και ακόλαστη, αλλά, σύμφωνα με τον Τζόυς, αυτού του είδους η γυναίκα είναι «υγιής, πλήρης, αμοραλιστική, γονιμοποιημένη, απατηλή, γοητευτική». Οπως επίσης και η Αννα Λίβια, που, ενώ στα νιάτα της τη χαρακτηρίζει η ελευθεριότητα, μεγαλώνοντας αντιμετωπίζει με συμπόνια τον έκφυλο άνδρα της, καθώς και την αντικατάστασή της από νεότερα κορίτσια, συμπεριλαμβανομένης της κόρης της Ιζόλδης. Η εκθρόνιση της Αννας Λίβια από την καρδιά του ανδρός της για τη νεότερη Ιζόλδη θυμίζει τη λατρευτική αφοσίωση του Τζόυς προς την κόρη του όταν εκείνη έφθασε στην εφηβεία. Ηταν τέτοια η αγάπη του πατέρα προς τη Λουτσία που ποτέ δεν παραδέχθηκε ότι η διαταραγμένη της προσωπικότητα είχε παθολογικές αιτίες. Ο ίδιος προτιμούσε να πιστεύει πως «η διαταραχή της ήταν η έκφραση μιας μεγαλοφυΐας που είχε παραδρομίσει». Στα γράμματα που της στέλνει όταν εκείνη βρίσκεται εσώκλειστη σε θεραπευτικές κλινικές ο Τζόυς είναι πατέρας, θεράπων ιατρός και ερωμένος. Μιλάει με τρυφερότητα στο «μαγεμένο του παιδί», στέλνει όμορφες ιστορίες του Τολστόι για να τη διασκεδάσει, αλλά ποτέ δεν παραδέχεται την ψυχική της ασθένεια. Γι' αυτόν η Λουτσία απλώς χρησιμοποιεί μια δική της παράξενη γλώσσα, όμοια μ' αυτήν που είχε εκείνος ξετυλίξει στο Finnegans Wake.


Σύμφωνα με την Ο' Μπράιαν, ο στρεβλωμένος και υπό διάλυση κόσμος της Λουτσία σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη αδιαφορία του λογοτεχνικού κόσμου για το Finnegans Wake ήταν οι δύο κύριοι παράγοντες που συνετέλεσαν στον κλονισμό της υγείας του Τζόυς και στη βαθμιαία απομάκρυνση και σιωπή του. Ωστόσο πραγματικός πρωταγωνιστής σε ολόκληρο το έργο του Τζόυς είναι η γλώσσα σε συνεχή ροή, που ξεδιπλώνεται «με μια εκτυφλωτική δεξιοτεχνία βιρτουόζου». Ο Τζόυς διάλεγε τις λέξεις του «ασυγκίνητα και ψυχρά» και τις χρησιμοποιούσε σαν σκοπευτής, υποστηρίζοντας ότι διέθετε ικανό αριθμό λέξεων αλλά όφειλε να τις τοποθετήσει στη σωστή σειρά. Μελετούσε κάθε λέξη για τον ρυθμό της, την έννοιά της, την καταλληλότητά της, την ομορφιά της, τη χυδαιότητά της, τους συσχετισμούς της και τον προφητικό της χαρακτήρα. Η γλώσσα ήταν για αυτόν το κλειδί της ζωής και μόνο μέσω αυτής μπορούσε να αποσπάσει τα μυστικά των ανθρώπων. Καθώς τα χρόνια περνούσαν και χαλάρωνε ο δεσμός του με τους ανθρώπους και τα πράγματα του κόσμου, η γλώσσα παρέμενε γι' αυτόν η βασική κινητήρια δύναμη. «Ηράκλειο άθλο» χαρακτηρίζει η Ο' Μπράιαν την πάλη του με τις λέξεις. Εχοντας χάσει σχεδόν ολότελα την όρασή του τα τελευταία χρόνια της ζωής του προσπαθούσε να νιώσει τις λέξεις με την αφή και ο αγώνας αυτός τον έκανε να κλαίει. Η γραφή του λογοτέχνη-συγγραφέα έχει να κάνει με το αδύνατο, το οποίο προσπαθεί όλο και περισσότερο να περιχαρακώσει μέσα από τη γραφή του, γράφοντας γι' αυτό που στην ουσία οι λέξεις δεν του αρκούν, γράφοντας για το αδύνατο να ειπωθεί με λέξεις, εξ ου και οι νεολογισμοί ή τα διφορούμενα ή και οι ποιητικές μεταφορές. Στη δε περίπτωση του Τζόυς, παρατηρούμε ότι η γλώσσα διαλύεται. Γιατί ο Τζόυς χρησιμοποιεί τη γραφή του για να καταστρέψει την αγγλική γλώσσα; Διότι απολαμβάνει μέσα από αυτό και απολαμβάνουμε και εμείς που τον διαβάζουμε. Διότι στο τελευταίο του βιβλίο, το Finnegans Wake, ο Τζόυς γράφει μέσα από πολλές γλώσσες, γράφει όπως λέγεται ομοφωνικά. Όταν ο Λακάν καταπιάνεται με τη γραφή του Τζόυς στο Σεμινάριό του "Το σύνθωμα", στην ουσία μας καταδεικνύει αυτό. Ότι δηλαδή η λειτουργία της γραφής, στην περίπτωσή του Τζόυς, είναι το σύμπτωμά του. Διότι, όταν στα αγγλικά ο Τζόυς γράφει τη φράση "Who ails tongue coddeau aspece of dumbillsilly", ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει τίποτα. Όταν όμως αυτή τη φράση τη διαβάσει ομοφωνικά προς τα γαλλικά τότε η παραπάνω φράση γίνεται η εξής: " Ou est ton cadeau espece d'imbecile " (Που είναι το δώρο σου ηλίθιο είδος?). Τότε λοιπόν απολαμβάνουμε και εμείς μαζί με τον συγγραφέα τη διάλυση της γλώσσας.



Σαν Σήμερα...


Πρίν Από 125 Χρόνια...


Χρόνια Πολλά Σε Όσους Αγρυπνούν Για Τον Φίνεγκαν Ή Αφυπνίζονται Με Τον Οδυσσέα!


Χρόνια Σου Πολλά, Πατέρα!

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ωραίο το κείμενο για τον Τζόυς. Αν έβαζες και την υπογραφή της Μαντώς Αραβαντινού, δεν θα μείωνε την αξία του!

Στήβεν

zarathustra είπε...

Δίκαιο έχεις. Και φυσικά δεν μειώνει η υπογραφή της αείμνηστης Αραβαντινού. Τα περισσότερα στοιχεία είναι από το εξαιρετικό βιβλίο της: "Τζαίημς Τζόυς - Ζωή και έργο." Θεμέλιο, 1983
Το βιβλίο που προτείνω πρώτο μεταξύ ίσων, όταν κάποιος μου ζητά βοήθεια από που να ξεκινήσει να μελετά τον Joyce.
Όπως και τον τζοϋσικό φίλο μου, τον Άρη Μαραγκόπουλο.

Ευχαριστώ για την σοβαρή επισήμανση.