[Ο ΜΕΓΑΣ] HANS DELBRUCK (1848- 1929)
Κατά τον 19ο αιώνα, οι Γερμανοί επιστήμονες, επηρρεασμένοι από τον Λέοπολντ φον Ράνκε, είχαν αναλάβει να ξεκαθαρίσουν τα ζιζάνια των μύθων που έπνιγαν την ιστορική αλήθεια. Όμως, μόνο μετά τη δημοσίευση του έργου του Ντελμπρύκ: Ιστορία Της Τέχνης Του Πολέμου εφαρμόστηκαν νέες επιστημονικές μέθοδοι για την εξέταση των αρχείων του παρελθόντος και αυτό είναι η μεγαλύτερη συνεισφορά του Ντελμπρύκ στη στρατιωτική σκέψη.
Ο Ντελμπρύκ επέστρεψε στα δόγματα του Κλαούζεβιτς και υποστήριξε πως η διεξαγωγή πολέμου και ο σχεδιασμός της στρατηγικής έπρεπε να καθορίζονται από τους στόχους της κρατικής πολιτικής και πως όταν η στρατηγική σκέψη γίνεται άκαμπτη και αυτάρκης, ακόμα και οι πιο λαμπρές επιχειρήσεις τακτικής μπορούν να οδηγήσουν σε πολιτική καταστροφή. Στα κείμενα που έγραψε ο Ντελμπρύκ στη διάρκεια του πολέμου, ο κριτικός επισκιάζει τον ιστορικό. Όταν πείσθηκε πως η στρατηγική σκέψη της ανώτατης διοίκησης ήταν αντίθετη πρός τις πολιτικές ανάγκες του κράτους, έγινε ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές ενός ειρηνικού διακανονισμού. Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, όταν το Ράιχσταγκ ανέλαβε να διερευνήσει τις αιτίες της γερμανικής κατάρρευσης του 1918, ο Ντελμπρύκ υπήρξε ο πιο σφοδρός επικριτής της στρατηγικής του Λούντεντορφ και η κριτική του αυτή πήγαζε βέβαια από τα διδάγματα που είχε αντλήσει από την ιστορία.
Στο μυθιστόρημα του Προύστ: Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, το τρίτο μέρος (Le Cote de Guermantes) όπου αναφέρεται στην οικογένεια Γκερμάντ, υπάρχει ένας αξιωματικός που πριοβαίνει στην εξής παρατήρηση: "Στην αφήγηση ενός στρατιωτικού ιστορικού τα πιο μικρά γεγονότα, τα πιο συνηθισμένα συμβάντα αποτελούν μόνο τα εξωτερικά δείγματα μιας ιδέας η οποία πρέπει να αναλυθεί και σαν παλίμψηστο φέρνει στο φως άλλες ιδέες." Τα λόγια αυτά δίνουν μια ακριβή περιγραφή για το πως αντιλαμβανόταν ο Ντελμπρύκ τη στρατιωτική ιστορία.
Ο Ντελμπρύκ μελέτησε εξονυχιστικά και ανέλυσε τον όγκο των στρατευμάτων που είχαν λάβει μέρος σε πολέμους του παρελθόντος. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο στρατός που ο γιός του Δαρείου Ξέρξης οδήγησε κατά της Ελλάδας το 480 π.χ. αριθμούσε 2.641.610 πολεμιστές και τουλάχιστον άλλους τόσους βοηθητικούς, υπηρέτες και ακολούθους*. Ο Ντελμπρύκ τόνιζε πως ο αριθμός αυτός δεν μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστος: "Σύμφωνα με τη γερμανική διάταξη πορείας, ένα σώμα στρατού, ήτοι 30.000 άνδρες, καταλαμβάνει χωρίς τα μεταγωγικά έκταση τριών περίπου μιλίων. Η φάλαγγα επομένως των Περσών θα έπρεπε να έχει μήκος 420 μιλίων, με συνέπεια όταν τα πρώτα τμήματα της θα είχαν φθάσει πια στις Θερμοπύλες τα τελευταία μόλις θα είχαν βγει από τα Σούσα στην άλλη όχθη του Τίγρη.**"
Ακόμα κι αν υπήρχε κάποια εξήγηση γι' αυτό το περίεργο γεγονός, κανένα από τα πεδία όπου είχαν δοθεί οι μάχες δεν ήταν τόσο εκτεταμένο ώστε να χωρά στρατούς των μεγεθών που δίνει ο Ηρόδοτος. Για παράδειγμα, η πεδιάδα του Μαραθώνα είναι "τόσο στενή που ένας Πρώσος αξιωματικός, ο οποίος την επισκέφτηκε πρίν από 50 χρόνια σημείωσε με αληθινή κατάπληξη πως μια πρωσική ταξιαρχία μόλις και μετά βίας θα μπορούσε να εκτελέσει εκεί τις ασκήσεις της***"
Η αφήγηση του Ηροδότου ήταν από καιρό ύποπτη και η κριτική του Ντελμπρύκ δεν ήταν πρωτότυπη. Όμως, η πραγματική του συνεισφορά βρίσκεται στο ότι εφήρμοσε την ίδια συστηματική μέθοδο ως πρός τα αριθμητικά στοιχεία σε όλους τους πολέμους που διεξήχθησαν από τον καιρό των Περσικών Πολέμων μέχρι την εποχή του Ναπολέοντα. Έτσι, εξετάζοντας τις εκστρατείες του Καίσαρα στη Γαλατία, απέδειξε πως οι εκτιμήσεις του Καίσαρα για τις δυνάμεις που είχαν συσπειρωθεί εναντίον του ήταν για πολιτικούς λόγους συνολικά υπερβολικές. Σύμφωνα με τον Καίσαρα, οι Ελβετοί στη μεγάλη τους μετανάστευση αριθμούσαν 368.000 πολεμιστές και είχαν μαζί τους προμήθειες για τρείς μήνες. Για τον Ντελμπρύκ οι υπολογισμοί αυτοί είναι μυθεύματα. Εκείνο, όμως, που βοήθησε τον Ντελμπρύκ να το αποδείξει ήταν οι παρατηρήσεις του Καίσαρα ως πρός τις προμήθειες των τροφίμων των Ελβετών. Υπογράμμισε πως για τη μεταφορά τέτοιου όγκου τροφίμων θα χρειαζόταν 8.500 άμαξες, μια φάλαγγα που θα ήταν αδύνατο να κινηθεί, στην κατάσταση που βρίσκονταν οι δρόμοι την εποχή του Καίσαρα. Το ίδιο συνέβη και με τη μελέτη του για την εισβολή των Ούννων στην Ευρώπη. Ο Ντελμπρύκ απέρριψε κατηγορηματικά την αντίληψη που επικρατούσε σύμφωνα με την οποία ο Αττίλας ήταν επικεφαλής ενός στρατού 700.000 ανδρών, περιγράφοντας απλώς τις δυσκολίες που είχε συναντήσει ο Μόλτκε όταν στην εκστρατεία του 1870 είχε χρειαστεί να διευθύνει έναν στρατό 500.000 ανδρών. "Το να διοικήσει κανείς μια τέτοια άτακτη μάζα είναι εξαιρετικά δύσκολο ακόμα κι όταν έχει στη διάθεση του σιδηροδρόμους, τηλέγραφο, τηλέφωνο και υπάρχει γενικό επιτελείο. Πώς λοιπόν μπόρεσε ο Αττίλας να οδηγήσει 700.000 άνδρες δια μέσου της Γερμανίας, να περάσει το Ρήνο, να εισβάλλει στη Γαλλία και να φθάσει ως την πεδιάδα της Σαλόν (Καταλαυνικά Πεδία), απ' τη στιγμή που ο Μόλτκε κίνησε με τόσο μεγάλη δυσκολία, στην ίδια διαδρομή, 500.000 άνδρες; Ο ένας αριθμός αποτελεί στοιχείο ελέγχου του άλλου.****"
Τον Ελληνικό στρατό στον Μαραθώνα τον συγκροτούσαν βαριά οπλισμένοι πεζικάριοι σε σχηματισμό πρωτόγονης φάλαγγας, η ευκαμψία της οποίας ήταν περιορισμένη , αφού δεν μπορούσε παρά να κινηθεί αργά και μόνο πρός τα εμπρός. Αντίκρυ του είχε έναν στρατό κατώτερο αριθμητικά, αλλά συγκροτημένο από άριστα εκπαιδευμένους τοξότες και ιππικό. Ο Ηρόδοτος γράφει πως οι Έλληνες κέρδισαν τη μάχη κάνοντας έφοδο στην κοιλάδα του Μαραθώνα διατρέχοντας έτσι μια έκταση 1670 μέτρων (περίπου ενός μιλίου) και συντρίβοντας το κέντρο της περσικής παράταξης. Σύμφωνα, όμως, με το εκπαιδευτικό βιβλίο του γερμανικού στρατού, στρατιώτες με πλήρη εξάρτυση μπορούν να τρέξουν για δύο περίπου λεπτά της ώρας, με άλλα λόγια να καλύψουν μια απόσταση 329 έως 350 μέτρων. Οι Αθηναίοι δεν ήταν ελαφρότερα εξοπλισμένοι απ' ότι οι Γερμανοί στρατιώτες και είχαν δυο επιπρόσθετα μειονεκτήματα. Δεν ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, αλλά επιστρατευμένοι πολίτες και πολλοί από αυτούς ήταν πάνω από το όριο ηλικίας που ορίζουν για τη στράτευση οι σύγχρονοι στρατοί. Επιπλέον, η φάλαγγα ήταν μια συμπαγής μάζα ανδρών πράγμα που έκανε αδύνατο τον οποιονδήποτε γρήγορο ελιγμό. Μια επίθεση από μια τέτοια απόσταση θα είχε μετατρέψει τη φάλαγγα σε μια αποδιοργανωμένη μάζα που οι επαγγελματίες Πέρσες θα την είχαν κατακρεουργήσει πολύ εύκολα*****.
* Ηρόδοτος, 7: 184-187.
** Geschichte der Kriegskunst, 1: 10.
*** Hans Delbruck, Numbers in History (London, 1913), 24
**** Hans Delbruck, Numbers in History (London, 1913), 18
***** Το επιχείρημα του Ντελμπρύκ εξασθενεί εάν υποθέσει κανείς πως οι Έλληνες άρχισαν την επίθεση τους όταν βρέθηκαν σε ακτίνα βέλους. Ο Ηρόδοτος όμως λέει καθαρά (6: 115) πως "άρχισαν να τρέχουν κατά του εχθρού από απόσταση όχι λιγότερη από ένα μίλι." Ο Ούρλιχ φον Βιλαμόβιτς υποστήριζε τον Ηρόδοτο, λέγοντας πως η θεά Άρτεμις είχε δώσει στους Έλληνες αρκετή δύναμη για να κάνουν μια τέτοια έφοδο και επέκρινε αυτό το είδος της επιστημονικής μεθόδου, η οποία υποτιμούσε τη σημασία του θεϊκού και άλλες μορφές έμπνευσης. Την άποψη του Βιλαμόβιτς υποστήριζε και ο Κρομάγιερ με τον οποίο ο Ντελμπρύκ διαφώνησε στο Historische Zeitschrift (95: 1 κ.ε., 514 κ.ε.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου