Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

Έρως...


"Η αγάπη είναι ένας σκύλος που τραγουδάει από την κόλαση" με είπε και με κοίταξε- χολερικά βήχοντας και φτύνοντας- σαν ερωδιός που σφυρίζει τρεμάμενος- πρός τα αρχίδια της...


"Δεν έχω λεφτά και διάθεση, απόψε" της είπα.


Ο Παντελής ήταν καλό παιδί και όμορφος. Ψηλός με ξανθό μακρύ μαλλί, σκορπούσε τον πανικό απ' όπου περνούσε. Γνωριζόμασταν από παιδιά... Ο Παντελής είχε ένα πρόβλημα: Ήταν εγκλωβισμένο θηλυκό στο γεροδεμένο αρσενικό του κορμί. Λεγόταν Τζέσικα, πια...


Τον είχα γαμήσει ως έφηβος, αλλά τώρα πια είχε γίνει ένας περιφερόμενος σκελετός, λόγω της πρέζας και της αρρώστιας.


"Ζιπαί κανα ψιλό να πιούμε;" ρώτησα "Τίποτα. Πρίν μισή ώρα πήρα κάτι μαλακισμένα και με λήστεψαν. Πουτάνας γιοι!" έβρισε και έφτυσε ξανά... Άναψε τσιγάρο και το κράτησε στα κιτρινισμένα δάχτυλά της.


"Απεχθάνομαι το παρελθόν μου. Απεχθάνομαι τον πατέρα μου. Απεχθάνομαι τα περιττώματα των σκύλων που με ανάγκαζε να γλύφω με τις ώρες. Απεχθάνομαι τις λέξεις οικογένεια, καριέρα, συμβόλαιο, ιδιοκτησία, κεφάλαιο, παραγωγικότητα." Έξυσε τα αρχίδια της με μανία...


"Πόσο μου αρέσει η άνοιξη. Η μυρωδιά της ναφθαλίνης εμπλουτισμένη με τον φεγγαρολουσμένο ίσκιο του μοτέλ. Το γυμνό χαμόγελο του χασάπη, όταν διαλαλεί την πραμάτεια του. Το πορτοκαλί φέρετρο της μητέρας μου... Βγαίνοντας στο παράθυρο και κοιτάζοντας πρός το έδαφος, διακρίνω την υποκειμενικότητα του δέντρου που με φτάνει σε οργασμό κάθε Κυριακή πρωί που επιθυμώ να φλερτάρω έναν νεκρό, να ερωτευτώ έναν νεκρό, να συνουσιαστώ με έναν νεκρό, να σκίσω τη μήτρα μου με έναν νεκρό. Η μέρα φέγγει! Αγάπη μου! Αγάπη..."


Κοιταχτήκαμε και βάλαμε τα γέλια. "Γαμώ το χριστό σου! Είσαι αισθηματίας ρε! Ώρα να την κάνω από εδώ. Λίγο νερό και ένα φυγόπονο κεχριμπάρι. Να τι θα έκανε ευτυχισμένη-αυτή τη στιγμή- την ευγενική μου ύπαρξη! Διακορεύοντας αναμνήσεις, σοδομίζοντας επιθυμίες. Πέτρα που κυλάει, ποτέ δεν χορταριάζει. Τί μπελάς!"


Γύρισα να κοιτάξω... Έδειχνε τα ματωμένα της αρχίδια σε δυο πιτσιρικάδες...

Δεν υπάρχουν σχόλια: