Η οντολογική απόδειξις περί της υπάρξεως Θεού...
Η πρώτη εκδοχή του οντολογικού επιχειρήματος, που διατυπώθηκε από τον Άγιο Ανσέλμο (1033-1109), πάει κάπως έτσι: Θεός είναι, εξ' ορισμού, αυτό που τίποτα μεγαλύτερο του δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Επομένως, δεν μπορούμε να συλλάβουμε τον Θεό ως μη υπαρκτό, αφού σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή υπάρχει, μπορούμε να Τον συλλάβουμε ως ότι μεγαλύτερο υπάρχει. Συνεπώς, είναι αδιανόητο να μην υπάρχει Θεός. Ergo σημαίνει Θεός. Κατα τον Άνσελμο λοιπόν, περιθώριο για ανυπαρξία του Θεού δέν υπάρχει.
Σ' αυτήν την απόπειρα οντολογικής απόδειξης της ύπαρξης του Θεού εναντιώθηκε κατα πρώτον ο βενεδικτίνος μοναχός Γκαουνίλο, ήδη στον ενδέκατο αιώνα, με την εύστοχη παρατήρηση οτι η παραδοχή της νοητικής σύλληψης ορισμένου αντικειμένου, σε συνδυασμό με την παράλληλη δυνατότητα περιγραφής του, δέν ταυτίζεται αναγκαίως και με την οντολογική ύπαρξή του*. Έχουμε πχ τη νοητική σύλληψη της νεράϊδας, με την έννοια οτι είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αντίστοιχης έννοιας, όμως αυτή η ανάλυση των συστατικών στοιχείων της έννοιας της νεράϊδας δέν σημαίνει αναγκαίως οτι υπάρχουν νεράϊδες.
Μολοντούτο, τον δέκατο έβδομο αιώνα, ο Descartes, πατέρας της νεότερης φιλοσοφίας, επανήλθε στην προσπάθεια του Άνσελμου για την οντολογική απόδειξη του Θεού, υποστηρίζοντας οτι η ψυχή μας είναι εφοδιασμένη με ορισμένες έμφυτες ιδέες ή έννοιες, μιά απο τις οποίες είναι και η ιδέα της τελειότητας, η οποία εξ ορισμού αναφέρεται στο όντως τέλειο όν, το οποίο δέν μπορεί να είναι άλλο παρα ο Θεός, αφού, διαφορετικά, δηλαδή αν δέν θα υπήρχε ο Θεός, ως το τέλειο όν, δέν θα μπορούσε να υπάρχει ούτε η ιδέα της τελειότητας **.
Σ' αυτήν την επιχειρηματολογία αντιτάχθηκε ο Kant με την εύστοχη παρατήρηση οτι το ρήμα «είναι», με το οποίο προσδίδονται στο Θεό οι ιδιότητες του αόρατου, του παντοδύναμου, του αθάνατου και της πρωταρχικής αιτίας του κόσμου, προσδιορίζει μέν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της έννοιας του Θεού, αλλά δέν εξοπλίζει αυτήν την έννοια και με την αναγκαιότητα της παραδοχής της ύπαρξής του μέσα στην πραγματικότητα ***.
Ο Goedel, όπως και ο Leibniz, πίστευε ότι η περίφημη "οντολογική απόδειξη για την ύπαρξη Θεού" (όπως την "βάφτισε" ιστορικά ο Καντ) είναι έγκυρη σε κάποια εκδοχή της. Το σκεπτικό της συγκεκριμένης απόδειξης ήταν ότι, για να αποφανθούμε σχετικά με την ύπαρξη Θεού, πρέπει πρώτα να ορίσουμε επακριβώς την έννοια Θεός. Όπως είχε πει εμπιστευτικά ο Goedel σε έναν συναδελφό του, τον φιλόσοφο Morton White, βρισκόταν πολύ κοντά στην τελειοποίηση μιας νέας παραλλαγής του οντολογικού επιχειρήματος ****.
* Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας (2004), λέξη: Γκαουνίλο, σελ. 754 επ.
** Πελεγρίνης, ο.π. λ. Ντεκάρτ, σελ. 1073.
*** Ο.π. σελ. 533: Sein ist offenbar kein reales Pradikat, d.i. ein Begriff von ergend etwas, was zu dem Begriffe eines Dinges hinzukommen konne (...) Der Satz: Gott ist allmachtig, enthalt zwei Begriffe, die ihre Objekte haben: Gott und Allmacht; das Wortchen: ist, ist nicht noch ein Pradikat oben ein, sondern nur das, was das Pradikat beziehungsweise aufs Subjekt setzt.
**** Rebecca Goldstein, "Incompleteness" σελ.208 (εκδ. Τραυλός-2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου